- ραβδιστήρα
- ηραβδί για το τίναγμα καρπών από τα δέντρα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ραβδιστήρα — η, Ν είδος μακριού ραβδιού που χρησιμοποιείται για το ράβδισμα τών καρπών τών δέντρων και ιδίως τών ελιών, τών καρυδιών και τών αμυγδαλιών, αλλ. ραβδιστήρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ραβδίζω + επίθημα τήρ(α) (πρβλ. βαφτισ τήρα, ποτισ τήρα)] … Dictionary of Greek
ράκτρια — ἡ, Α ραβδί για το ράβδισμα καρποφόρων δέντρων και κυρίως τής ελιάς, ραβδιστήρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάσσω «χτυπώ» + κατάλ. τρια (πρβλ. τινάκ τρια)] … Dictionary of Greek
ραβδίζω — ῥαβδίζω ΝΜΑ [ῥάβδος] 1. χτυπώ κάποιον με ράβδο, δέρνω με το ραβδί, ξυλοκοπώ 2. (σχετικά με δέντρα) ρίχνω κάτω τους καρπούς τινάζοντας ή χτυπώντας τα κλαδιά με ειδική ράβδο, τη ραβδιστήρα («ῥαβδίζειν ἐλάας», θεόφρ.) 3. (σχετικά με σιτηρά)… … Dictionary of Greek
ραβδιστήρι — το, Ν η ραβδιστήρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ραβδίζω + επίθημα τήρι(ον), πρβλ. σκαλισ τήρι] … Dictionary of Greek